- ακορία
- (I)η (Α ἀκορία)νεοελλ.Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξηςαρχ.1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκοροςη λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική ορολογία. πρβλ. γαλλ. acorie (νεολατιν. acoria, γερμ. akorie κ.λπ.), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά ιατρικός όρος].————————(II)η (Οφθαλμ.)ανυπαρξία κόρης τού ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής τής ίριδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < acorea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κόρη].
Dictionary of Greek. 2013.